- σιμιακόν
- τὸ, Α [Σιμ(μ)ίας](ενν. μέτρον) μέτρο στιχουργικό, από το όνομα τού φιλοσόφου Σιμ(μ)ίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Σιμιακόν — metre named after Sim neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)